ζαχαροθήκη
Смотреть что такое "ζαχαροθήκη" в других словарях:
ζαχαροθήκη — η ζαχαριέρα, ζαχαροθήκη, ζαχαροδοχείο, ζαχαροκούτι … Dictionary of Greek
ζαχαριέρα — η η ζαχαροθήκη, το δοχείο ή η θήκη όπου φυλάγεται η ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ιέρα (πρβλ. αλατ ιέρα, σουπ ιέρα)] … Dictionary of Greek
ζαχαρο- — (Μ ζαχαρο ) α συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) μοιάζει ή είναι κατασκευασμένο ή περιέχει ζάχαρη (πρβλ. ζαχαρόπετρα, ζαχαροκούλλουρο, ζαχαροδοχείο) β) είναι γλυκό σαν τη ζάχαρη (πρβλ.… … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
ζαχαριέρα — η οικιακό σκεύος για τη ζάχαρη, ζαχαροθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)